ζουμπούλι

ζουμπούλι
Βολβόρριζη μονοκοτυλήδονη πόα της οικογένειας των λειριιδών ή λιλιδών. Η επιστημονική ονομασία της είναι υάκινθος ο ανατολικός (hayacinthus orientalis). Προέρχεται από τη Μικρά Ασία και έχει διαδοθεί σε πολλές χώρες ως καλλωπιστικό φυτό, είτε για διακόσμηση των κήπων είτε για παραγωγή κομμένων λουλουδιών, με λεπτό άρωμα. Είναι πολυετές φυτό με σχετικά μεγάλο, ωοειδή βολβό και ανθοφόρο στέλεχος ύψους 20-60 εκ. Οι Ολλανδοί, οι καλύτεροι καλλιεργητές και παραγωγοί των βολβών του, δημιούργησαν, με διασταυρώσεις και επιλογή, άπειρες ποικιλίες με μονά ή διπλά άνθη, πιο σκληραγωγημένες και ανθεκτικές, έως και νάνους υακίνθους. Υπάρχουν ζ. με θεαματική προσαρμοστικότητα στις συνθήκες διαφόρων τόπων, ώστε να αυτοφύονται. Από τον σκουρόχρωμο βολβό αναφύονται, στις αρχές της άνοιξης, γραμμοειδή, μάλλον πλατιά, παχιά φύλλα και το ανθοφόρο στέλεχος. Στην κορυφή του τελευταίου εμφανίζεται αραιός βότρυς από άνθη κυανά, ρόδινα ή λευκά, καθένα από τα οποία αποτελείται από κωδωνοειδές περιγόνιο με έξι λοβούς, κυρτούς προς τα έξω. Το ζ. φυτεύεται στις αρχές του φθινοπώρου και ανθίζει την άνοιξη. Ευδοκιμεί σε γόνιμα εδάφη, που στραγγίζονται καλά. Για πρώιμη χειμερινή άνθηση είναι προτιμότερο να καλλιεργείται σε γλάστρες. Στην Ελλάδα, το ζ. δεν συναντάται αυτοφυές, όπως και κανένα από τα υπόλοιπα είδη του γένους. Το ζουμπούλι κατάγεται από τη Μικρά Ασία και έχει διαδοθεί σε πολλές χώρες ως καλλωπιστικό φυτό· με διασταυρώσεις έχουν δημιουργηθεί άπειρες ποικιλίες του.
* * *
και ζιμπούλι, το
βοτ. κοινή ονομασία τού φυτού «υάκινθος ο ανατολικός και τού άνθους του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. sumbul].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ζουμπούλι — το ιού (λ. τουρκ.), είδος λουλουδιού, υάκινθος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζεμπούλι — το διαφορ. τ. τού ζουμπούλι. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ζουμπούλι] …   Dictionary of Greek

  • μονοκοτυλήδονα ή μονοκότυλα — Μία από τις δύο μεγάλες υποδιαιρέσεις των αγγειόσπερμων φυτών, με κύριο χαρακτηριστικό ότι το έμβρυό τους συνοδεύεται από ένα μόνο εμβρυακό φύλλο ή κοτυληδόνα· γενικά έχουν φύλλα επιμήκη, ταινιόμορφα, ωοειδή ή λογχοειδή, με τις νευρώσεις σχεδόν… …   Dictionary of Greek

  • γιούλι — το ονομασία διαφόρων αρωματικών φυτών (βιολέτα, μενεξές, μανουσάκι, ζουμπούλι). [ΕΤΥΜΟΛ. < *ιούλι, υποκοριστικό τού αρχ. ίον] …   Dictionary of Greek

  • ζιμπούλι — το βοτ. βλ. ζουμπούλι …   Dictionary of Greek

  • υάκινθος — I Γένος φυτών. Βλ. λ. ζουμπούλι. Υάκινθος ο ανατολικός. II Διαφανές, κιτρινέρυθρο ορυκτό, που αποτελεί παραλλαγή του ζιρκόνιου. Βρίσκεται στους ηφαιστειακούς σχηματισμούς του Εσπαλύ, στον Άνω Λείγηρα, και κατατάσσεται στην κατηγορία των πολύτιμων …   Dictionary of Greek

  • βαβιανή — (babiana). Γένος ποωδών, πολυετών φυτών της οικογένειας των ιριδιδών, ιθαγενών της Ν Αφρικής. Σχηματίζουν βολβούς κάτω από το έδαφος, έχουν επίπεδα χνουδωτά φύλλα και ζωηρά κόκκινα λουλούδια σε μικρές ταξιανθίες στην άκρη του βλαστού. Χάρη στα… …   Dictionary of Greek

  • υάκινθος — ο 1. το καλλωπιστικό φυτό ζουμπούλι ή γιούλι καθώς και το λουλούδι του. 2. ημιπολύτιμος λίθος διαφανής και κιτρινοκόκκινος, παραλλαγή του ζιρκονίου. 3. ως κύρ. όν., Υάκινθος νέος της ελληνικής μυθολογίας ξακουστός για την ομορφιά του, που μετά το …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”